- χαρακτήρας
- Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που βρίσκονται έξω ή μέσα στο άτομο, πάνω στο αδιαμόρφωτο εκείνο υλικό του ατόμου, που αποτελεί τη φυσική του συγκρότηση.
Η δυσκολία του καθορισμού και της περιγραφής του χ. στις επιμέρους περιπτώσεις, το πολυσύνθετο των στοιχείων που τον αποτελούν και, από το άλλο μέρος, οι αντίκτυποι και οι συνέπειές του στο πρακτικό, θεωρητικό και ηθικό πεδίο, δικαιολογούν το ενδιαφέρον που από τους αρχαιότερους χρόνους έδειξαν και ο μέσος άνθρωπος και οι διάφοροι μελετητές για το φαινόμενο αυτό, ώστε συχνά γίνεται λόγος για μια χαρακτηρολογία ως διαφορετική επιστήμη από την ψυχολογία.
Στη λαϊκή ψυχολογική γλώσσα, ο όρος χ. χρησιμοποιείται κυρίως για να δείξει μια ορισμένη δύναμη θέλησης που υποτίθεται ότι επεμβαίνει για να διαπλάσει –σύμφωνα με ένα πρότυπο που επιδοκιμάζει η κοινωνία– τις αρχικές βιολογικές τάσεις του ατόμου. Ένα πρόσωπο, κατά την κοινή αντίληψη, θεωρείται πράγματι ότι έχει καλό χ., όταν συμβιβάζεται ευκολότερα με τους άλλους και τους βοηθάει· και από το άλλο μέρος αναγνωρίζεται ισχυρός χ. σε αυτόν που μπορεί να επιμένει σε μια απόφαση που πήρε, παρά τις επίμονες πιέσεις εξωτερικών ή εσωτερικών αιτίων: ο Μούκιος Σκαιβόλας αναφέρεται ως υπέρτατο παράδειγμα στο πεδίο αυτό.
Η επιστημονική ψυχολογία αμβλύνει τη δραματική αυτή φυσιογνωμία, αυτή την εξαιρετικότητα του χ., και τον αναγνωρίζει σε κάθε πρόσωπο, όχι γιατί το καθένα είναι περισσότερο ή λιγότερο προικισμένο με χ., αλλά γιατί ο χ. είναι ποιοτικά διαφορετικός σε κάθε άτομο. Μελετώντας από εμπειρική άποψη τη γένεση του χ. και τις εκδηλώσεις του στη συμπεριφορά, ο ψυχολόγος αποφεύγει να διατυπώσει κρίσεις αξίας ή ηθικές. Οι κρίσεις αυτές, που διατυπώνονται συνήθως από τον μέσο άνθρωπο, είναι πραγματικά συναισθηματικές και αυθαίρετες και δεν έχουν την απαιτούμενη επιστημονική αντικειμενικότητα και απροκαταληψία. Γι’ αυτό, στις νεότερες ψυχολογικές θεωρίες η προέλευση του χ. δεν αποδίδεται τόσο σε μια θέληση μεταφυσικής φύσης, αλλά σε μια παραδοχή ορισμένων κανόνων, με τους οποίους συμφωνεί το άτομο, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά. Οι κανόνες αυτοί είναι ο καρπός μιας επίκτητης αγωγής, συχνά με αδιόρατη επεξεργασία στην πορεία των μακρών κύκλων της ζωής, συχνά με κρίσεις ή αιφνίδιες αποκαλύψεις. Από αυτό προκύπτει μια σημαντική ομοιομορφία στον χ. προσώπων που έζησαν μέσα σε όμοιες συνθήκες (π.χ. ο λεγόμενος εθνικός χ. μερικών κοινωνιολόγων). Παρ’ όλα αυτά, στα πλαίσια της ομοιότητας αυτής, ο συνδυασμός μιας αποκλειστικά κληρονομικής καταβολής και μιας ορισμένης εμπειρίας, αποκτημένης μέσα σε ένα ειδικό περιβάλλον, σε μια ορισμένη εποχή, κάνουν τον χ. μια ιδιότητα πλούσια σε αποχρώσεις, σχετικά τυπική για κάθε άτομο, μολονότι πάντα είναι δυνατόν να μεταβάλλεται από μια εσωτερική επεξεργασία και αλλαγή κατεύθυνσης, καθώς και από τους συνεχείς ερεθισμούς που προέρχονται από έξω.
Ακριβώς η διπλή αυτή φύση του χ. έκανε πολλούς φιλοσόφους, ψυχολόγους και κοινωνιολόγους να διατυπώσουν θεωρίες που αναγνωρίζουν μεγαλύτερη βαρύτητα στους οργανικούς παράγοντες του ατόμου παρά στους κοινωνικοπολιτιστικούς του περιβάλλοντος.
Η τυπικότητα του χ. κάθε προσώπου υποβάλλει την ιδέα της χρησιμοποίησης της θεμελιώδους αυτής ιδιότητας του ατόμου, η οποία προσδιορίζει με τη σειρά της τόσες άλλες, ως ένα συνθετικό και εκφραστικό δεδομένο ολόκληρης της προσωπικότητας. Αν και οι όροι χαρακτήρας και προσωπικότητα δεν είναι ισοδύναμοι, ο πρώτος μπορεί να θεωρηθεί ως εύγλωττη έκφραση του δεύτερου. Προς την κατεύθυνση αυτή προσαρμόζεται ο μέσος άνθρωπος, καθώς και η λογοτεχνική και θεατρική γλώσσα, όπου π.χ., ο όρος χ. χρησιμοποιείται για να δείξει την ουσιαστική πλευρά ενός ήρωα του έργου.
Πλάι σε μια επιστημονική χαρακτηρολογία υπάρχει, ριζωμένη στον απόμακρο χρόνο (από τον Έλληνα ποιητή Θεόφραστο έως τον Γάλλο ηθικολόγο Ζαν ντε Λα Μπριγέρ και τον Άγγλο Σάμουελ Σμάιλς), μια λογοτεχνική ή φιλοσοφική χαρακτηρολογία. Νεότεροι εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού είναι οι Γερμανοί Λούντβιχ Κλάγκες και ‘Εντουαρντ Σπράνγκερ.
Αλλά και ο ψυχολόγος, με την αντικειμενική μελέτη που κάνει με κατάλληλα ψυχολογικά αντιδραστήρια, τείνει να ταξινομήσει σε μερικές τυπικές κατηγορίες τα πρόσωπα, σύμφωνα με το περιληπτικό και συνθετικό κριτήριο του χ. τους και δημιουργεί έτσι ειδικές χαρακτηρολογικές τυπολογίες.
Ένας άλλος παλαιός αντικειμενικός σκοπός στη μελέτη του χ. τείνει προς την εξακρίβωση των στοιχειωδών συστατικών του ο συνδυασμός των οποίων σε διαφορετικό μέτρο εξηγεί την ποικιλία των τύπων ή των μεμονωμένων ατόμων. Την εποχή της επιστημονικής ψυχολογίας, ύστερα από τις προσπάθειες που έγιναν με λογική ανάλυση, π.χ. από τον Γκεράρντους Χάιμανς που απομόνωσε τους συντελεστές της δραστηριότητας, της συγκινητικότητας και της συναισθηματικής εμμονής, εξελίσσονται τώρα (με τους Σέλντον, Άιζενκ, Κάτελ κ.ά.) οι στατιστικές μέθοδοι της ανάλυσης των συντελεστών, που απομονώνουν μερικές δεκάδες ανεξάρτητους συντελεστές, με την επεξεργασία των πορισμάτων των τεστ, των αναμνηστικών δεδομένων και των κλινικών παρατηρήσεων.
Κι οι δύο αυτές μέθοδοι –συνθετική η πρώτη, αναλυτική η δεύτερη– αποδεικνύονται και πρακτικά χρήσιμες για την αναδιάταξη της εξαιρετικής ποικιλίας των ανθρώπινων τύπων, για την αναγνώριση των ειδικών πλευρών τους, κανονικών ή με παρεκκλίσεις, και για την επέμβαση με διάφορες εφαρμογές της ψυχολογίας στη θεραπεία ψυχικών διαταραχών, στη διάγνωση και στην ανάπτυξη προσωπικών ιδιοτήτων που είναι αναγκαίες για τη διαμόρφωση και την προσαρμογή του ατόμου στη συμπεριφορά του στο σχολείο, στην εργασία και στην κοινωνία γενικά.
Συχνά οι καλλιτέχνες αισθάνονται τη διάθεση να εκφράσουν την εξαιρετική πολλαπλότητα των ανθρώπινων χαρακτήρων με την τυποποίηση των φυσιογνωμικών στοιχείων ή με την παραμόρφωση τους, όπως στη λιθογραφία αυτή του Λουΐ Μπουαγί, γελοιογραφικό πανόραμα ηλικιών και κοινωνικών καταστάσεων.
* * *ο / χαρακτήρ, -ῆρος, ΝΜΑ, και χαραχτήρας Ν1. το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα ενός προσώπου, ζώου ή πράγματος, το χαρακτηριστικό του (α. «και σαν παλιό να έχη το μοναστηριακό του χαρακτήρα», Παπαντ.β. «κάμηλον... ἔχοντα χαρακτῆρα ἐν τῇ δεξιᾷ σιαγόνι καὶ δεξιῷ μηρῷ», πάπ.)2. γραμμ. ο τελευταίος φθόγγος τού θέματος μιας λέξης3. (κυρίως στον πληθ.) οι χαρακτήρεςα) τα χαρακτηριστικά τού προσώπου (α. «ωραίαν, υψηλήν, με χρυσόξανθα μαλλιά, λευκήν και με χαρακτήρας λεπτοτάτους», Παπαδ.β. «χαρακτῆρες μορφῆς ἐμῆς», επιγρ.)β) τα σχήματα τών γραμμάτων τού αλφαβήτου και, κατ' επέκτ., καθένα από τα γράμματα τού αλφαβήτου4. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Χαρακτήρεςτίτλος πραγματείας, ηθικού και ανθρωπογνωστικού περιεχομένου, τού Θεοφράστουνεοελλ.1. βιολ. α) κάθε γνώρισμα ή ιδιότητα ενός οργανισμού που αποτελεί τη βάση για σύγκρισηβ) κάθε γνώρισμα ή χαρακτηριστικό που μεταβιβάζεται από τον γονέα στον απόγονό του2. (ψυχολ.) σύνολο ιδιοτήτων, κληρονομικών ή επίκτητων, που συντελούν στη διαμόρφωση τού ιδιαίτερου τρόπου σκέψης, δράσης και συμπεριφοράς ενός ατόμου3. ήθος, σύνολο αρετών (α. «άνθρωπος με χαρακτήρα» β. «κρατάει χαρακτήρα» — έχει σταθερά φρονήματα και, ειρωνικά, είναι πολύ περήφανος)4. τυπογραφικό στοιχείο5. καθένα από τα πρόσωπα, από τους ήρωες ενός θεατρικού ή άλλου λογοτεχνικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας («οι περισσότεροι χαρακτήρες τού μυθιστορήματος είναι συμβατικοί»)6. φρ. α) «αρωματικός χαρακτήρας»χημ. το σύνολο τών χαρακτηριστικών ιδιοτήτων τών αρωματικών ενώσεων οι οποίες οφείλονται στον ιδιαίτερο τρόπο σύνδεσης μεταξύ τών ατόμων που συμμετέχουν στον σχηματισμό τού δακτυλίου τού μορίου τουςβ) «γενετικός χαρακτήρας»βιολ. κληρονομούμενο χαρακτηριστικό το οποίο ελέγχεται από γονίδια που μεταβιβάζονται από τον γεννήτορα στον απόγονο και τού οποίου η εκδήλωση συχνά μεταβάλλεται υπό την επίδραση τών περιβαλλοντικών συνθηκώνγ) «γραφικός χαρακτήρας» — βλ. γραφικόςμσν.απείκασμα («στηθάριον ἀληθινὸν ἔχον τὸν χαρακτῆρα τοῦ αὐτοῦ βασιλέως Ἰουστίνου», Μαλάλ. Ι)μσν.-αρχ.έκφραση προσώπουαρχ.1. όργανο χάραξης2. (για πρόσ.) ο χαράκτης3. σημάδι που γίνεται με χάραξη, εντύπωση ή σφράγιση πάνω σε επιφάνεια νομίσματος ή, γενικά, πάνω σε μια λίθινη, μεταλλική ή ξύλινη επιφάνεια4. πυρακτωμένο τεμάχιο σιδήρου που φέρει σφραγίδα δηλωτική ιδιοκτησίας5. σφραγίδα που γίνεται με πυρακτωμένο σίδερο πάνω στο σώμα ζώου6. νόμισμα με χαραγμένη παράσταση στην επιφάνειά του7. το ιδιαίτερο ύφος έκφρασης ενός συγγραφέα («εἰσὶ δὲ τέσσαρες οἱ ἁπλοὶ χαρακτῆρες, ἰσχνός, μεγαλοπρεπής, γλαφυρός, δεινός, καὶ λοιπὸν οἱ ἐκ τούτων μιγνύμενοι», Δημήτρ.)8. απόκρυφο στοιχείο που χρησιμοποιείται ως σύμβολο («τῶν χαρακτήρων ἡ ἀπόρρητος φύσις», Ιουλ.)9. αποτύπωση («ὢν ἀπαύγασμα τῆς δόξης καὶ χαρακτὴρ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ», ΚΔ)10. (για ρήμα) έγκλιση11. φρ. α) «χαρακτὴρ γλώσσης» — διάλεκτος (Ηρόδ.)β) «ὁ Ἑλληνικὸς χαρακτήρ» — η ελληνική γλώσσα (Διον. Αλ.)γ) «οἱ Σεβάστειοι χαρακτῆρες» — η αυτοκρατορική σφραγίδα και, κατ' επέκτ., ο ίδιος ο αυτοκράτορας επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρακ- τού χαράσσω* + κατάλ. -τήρ(ας)*].
Dictionary of Greek. 2013.